Ο Ηλίας Φουντούλης γράφει ιστορίες τόσο ενοχλητικές όσο ένα πετραδάκι στο παπούτσι
Πόσο βάθος μπορεί να έχει μια σπηλιά ανάμεσα στην Κυψέλη και τα Πατήσια, πόσο πολύ μπορεί να στοιχειώσει την εφηβεία σου ένα τετ- α- τετ με μια κατσαρίδα; Παράξενες, ατμοσφαιρικές, χιουμοριστικές, ενοχλητικές, σκοτεινές, έτσι χαρακτηρίζει ένας νεόκοπος συγγραφέας τις δεκαεπτά ιστορίες της πρώτης του τυπωμένης απόπειρας στο είδος του φανταστικού, τις ιστορίες αυτές που αφιερώνει σε όσους χαμογελάνε πολύ, σε όσους αγαπάνε το σκοτάδι και σε αυτούς που «θέλουν να συναντηθούν οι παραπάνω και να πάνε για μπίρες».
Στο βιογραφικό του, ο Ηλίας Φουντούλης αναφέρει πως ως δημοσιογράφος ήθελε να ταξιδεύει και να τρώει πολύ, θεωρεί πως κάνει stand up comedy με μεγάλη αποτυχία -μάλλον οι χρήστες του youtube διαφωνούν μαζί του- και πλέον ήρθε η ώρα να μας συστηθεί με μια σειρά από ιδιόρρυθμες ιστορίες τρόμου που ναι μεν σε κρατάνε ξύπνιο από αγωνία τα βράδια αλλά σίγουρα δεν σε κάνουν να αφήνεις από αποστροφή το βιβλίο στο κομοδίνο σου αφού στο τέλος τους πάντα «Κάτι χαμογελάει στις σκιές».
Γιατί χρειάστηκαν 20 χρόνια προκειμένου να συλλέξεις τις 17 ιστορίες σου; Ποια ήταν η αφορμή για να τις εκδώσεις τελικά; Έγραψα την πρώτη μου ολοκληρωμένη ιστορία το 1996 και από τότε γράφω συνεχώς ακολουθώντας κυρίως τη μικρή φόρμα του διηγήματος ενώ εδώ και λίγο καιρό έχω ξεκινήσει τις προσπάθειες για ένα μυθιστόρημα. Στην ουσία δεν μου πήρε 20 χρόνια να γράψω και να συλλέξω τις 17 ιστορίες, έχω πάρα πολλές ακόμα καταχωνιασμένες στα συρτάρια μου όπως επιβάλλουν τα κλισέ των συγγραφέων, αλλά η αφορμή ήταν ότι μετά από το πρώτο μου βιβλίο “The Real Greek Yogurt Book”, το youtube που μπήκε ξαφνικά στη ζωή μου αλλά και την κωμωδία, θεώρησα ότι υπήρχε το πλέον κατάλληλο έδαφος για μια συλλογή διηγημάτων τρόμου. Η αφορμή ήταν ότι ήθελα να δοκιμάσω τα όριά μου και να βγάλω προς τα έξω μια διαφορετική μου πλευρά.
Λες πως «κάτι χαμογελάει στις σκιές». Σε επηρέασε η ενασχόλησή σου με το stand – up comedy όσον αφορά το βιβλίο και σε ποιες σου ιστορίες πιστεύεις πως γίνεται περισσότερο φανερό; Παρόλο που έγραφα πολλά χρόνια όταν άρχισα να ασχολούμαι με το stand up και παρακολούθησα σεμινάρια για τον πολύ απαιτητικό και συγκεκριμένο τρόπο γραφής ενός κωμικού κειμένου, διαπίστωσα ότι άρχισε να αλλάζει συνολικά ο τρόπος γραφής μου. Συνδυάστηκε με την υποψία μια ωριμότητας (που δεν ήρθε ποτέ τελικά), το τέλος της αποκλειστικά βίαιης και σκοτεινής συγγραφικής περιόδου που είχα πιο μικρός αλλά και την παρατήρηση είδα ότι ακόμα και στις πιο σκοτεινές ιστορίες πάντα χωράει λίγο χιούμορ. Παρόλο που χιουμοριστικά στοιχεία υπήρχαν πάντα στις ιστορίες μου σε δεύτερο ρόλο, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της μεταστανταπικής περιόδου είναι τα διηγήματα «Σπάζοντας τα δεσμά» και «Ρουτίνα».
Οι ιστορίες σου είναι ένας συνδυασμός μιας καθημερινότητας τόσο δικής σου όσο και προσώπων που έχεις γνωρίσει ή είναι αποκλειστικά αποκυήματα της φαντασίας σου; Ποια είναι η δική σου αγαπημένη; Δεν υπάρχει καμία καθημερινότητα σε αυτά που γράφω, δεν έχει συμβεί τίποτα από αυτά. Κάποιες βασίζονται σε αληθινά περιστατικά ή τουλάχιστον ένα τμήμα τους, αλλά σε όλες τις ιστορίες πρωταγωνιστούν χαρακτήρες που έχουν τους δικούς μου προβληματισμούς, κάνουν αντίστοιχες ή ακριβώς αντίθετες σκέψεις και αρκετές φορές μιλάνε εκ μέρους μου. Λατρεύω την «Κατσαριδομάνα» για την ατμόσφαιρά της, τη «Φθορά» για την αρρώστια της, το «Θάλαττα-Θάλαττα» για τον σουρεαλισμό του, το «Ελικώνος» για τη νοσταλγία του αλλά η αγαπημένη μου συνολικά ιστορία νομίζω ότι είναι το «Μαϊκόις».
Γιατί χαρακτηρίζεις στην περιγραφή του βιβλίου σου τις ιστορίες σου «ενοχλητικές»; Πιστεύω ότι είναι ενοχλητικές γιατί είναι γραμμένες κοφτά και άμεσα με μαζεμένο λεξιλόγιο που κάνει τις ιστορίες να διαβάζονται πολύ εύκολα και να σε «χτυπάνε» πριν το καταλάβεις. Είναι ενοχλητικές σαν ένα πετραδάκι στο παπούτσι, σαν ένα στραγάλι κάτω από το μαξιλάρι της αγαπημένης σου αναπαυτικής πολυθρόνας.
Είναι εύκολο τελικά να μπλέξεις το χιούμορ και την αγωνία σε λίγες μόνο σελίδες; Είναι εύκολο γιατί πιστεύω ότι παντού υπάρχει χώρος για χιούμορ. Ακόμα και αν δεν καταφέρεις να κάνεις τον αναγνώστη να χαμογελάσει, θα κάνεις τον χαρακτήρα σου πιο ρεαλιστικό και πιο σκληρά αυτά που θα του συμβούν αργότερα.
Θεωρείς πως η ανάγνωση βιβλίων που αντλούν την έμπνευσή τους από το φανταστικό είναι κάτι που έχει αρχίσει να διαδίδεται στην Ελλάδα; Οι δικές σου αναφορές ποιες είναι όσον αφορά το συγκεκριμένο είδος; Η Ελλάδα πάντα είχε μια αφοσιωμένη κοινότητα της λογοτεχνίας του φανταστικού, στην οποία μπορεί να υπερίσχυε ως είδος η επιστημονική φαντασία και το φάνταζυ, αλλά και ο τρόμος έχει το δικό του φανατικό κοινό. Έχουν γίνει πολλές εξαιρετικές συγγραφικές προσπάθειες από νέα παιδιά και ίσως αυτό είναι ένα δείγμα ότι η εφόσον η κοινότητα μεγαλώνει σε συγγραφείς, θα μεγαλώνει και σε αναγνώστες. Πραγματικά αγαπάω τον Stephen King για τις ιστορίες και τους χαρακτήρες του, τον Jack Ketchum για την ρεαλιστική ωμή γραφή του και τον Clive Barker για τον σουρεαλιστικό του τρόμο.
Συνέντευξη στο POPAGANDA